Ηλία Βουλγαράκη,
Πάντα τα έθνη 32,
Δ΄ τρίμηνο, 1989, σελ. 6-8
Σήμερα βιώνουμε μια χειροπιαστή σύγκλιση της ανθρωπότητας σε παγκόσμιο επίπεδο. Σύγκλιση οικονομική, πολιτική, ιδεολογική και πολιτιστική, ενώ ταυτόχρονα διαφαίνεται μια σύγκλιση ανθρωπολογική. Στην πρωτοπορία της τελευταίας περιπτώσεως βρίσκεται η Αμερική, όπου σήμερα σ' αυτή ζει και συζεί μαζί με τους λευκούς ένα πλούσιο χαρακτηρολογικό δείγμα των διαφόρων φυλών του πλανήτη μας.
Η διαδικασία αυτή προς τη σύγκλιση αποτελούσε πάντα, και εξακολουθεί να αποτελεί, μια οδυνηρή αλλά αναμενόμενη περιπέτεια, σαν ένα είδος σταδίων για την ενηλικίωση της ανθρωπότητας. Στην ανθρωπολογική σύγκλιση η οδυνηρή αυτή περιπέτεια καθιερώθηκε να ονομάζεται «φυλετική διάκριση». Σήμερα με τον όρο αυτό νοούμε συνήθως τις περιπτώσεις εκείνες όπου υφίσταται κρίση στις σχέσεις συμβιώσεως λευκών και μαύρων, όπως, π.χ. στη Νότια Αφρική. Ωστόσο ο όρος αυτός δεν αφορά μόνο τη συγκεκριμένη αυτή κατηγορία σχέσεων, αλλά κάτι το πολύ ευρύτερο, όπως την αντίληψη για ύπαρξη αξιολογικής διακρίσεως μιας φυλής από άλλη ή ενός έθνους από άλλο. Θυμίζουμε, για την τελευταία περίπτωση την άποψη για την ποιοτική ιδιαιτερότητα της Αρείας φυλής που οδήγησε στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι η «φυλετική διάκριση» είναι πανάρχαιο φαινόμενο και κάνει την εμφάνιση της, συχνά με τρόπο έντονα έκδηλο, μέχρι δραματικό, ανάμεσα και σε μικρές ακόμη φυλές, οι οποίες μπορεί ταυτόχρονα να υφίστανται τη δοκιμασία της φυλετικής διακρίσεως από άλλες.
Ποιά είναι η στάση απέναντι στο φαινόμενο αυτό της Ορθόδοξης Εκκλησίας; Στη συνέχεια θα καταβληθεί προσπάθεια για μια γενική θεώρηση του από τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού μέχρι την εποχή των Πατέρων, όπου διαμορφώθηκαν τελεσίδικες θέσεις πάνω στο θέμα.
Ο Χριστός στα έργα και τα λόγια Του.
Προλογικά, αν και το θέμα χρειάζεται ειδική παρουσίαση, θυμίζουμε, ότι στην Παλαιά Διαθήκη η διάκριση μεταξύ των ανθρώπων δεν ήταν στην ουσία της φυλετική αλλά θρησκευτική. Δηλαδή ο αλλόφυλος, αν γινόταν προσήλυτος και περιτεμνόταν, μπορούσε να γιορτάσει μαζί με τους Εβραίους το Πάσχα ( Εξοδ. 12,48), να τηρήσει το Σάββατο ( Εξοδ. 20,10) και να μετάσχει στην εορτή του Εξιλασμού ( Λευϊτ. 1 6,29). Α λλά κι αν δεν ήταν προσήλυτος, αλλά απλός ξένος ή πάροικος, ήταν αποδεκτός και προστατευόταν (Γεν. 18,2-9 Λευϊτ. 19,10 23,22 Δευτ. 1,16 10,18 Κριτ. 19,20 εξ.). Μετά την επιστροφή των Εβραίων από την εξορία τους στη Βαβυλώνα τα πράγματα έγιναν πιο αυστηρά. Όσοι επέστρεψαν υποχρέωσαν τους ντόπιους Εβραίους να διώξουν τις μη ιουδαίες γυναίκες τους (2 ΄ Εσδρ. 1 0,3' 11 Νοεμ. 20,31) για να διασφαλιστεί η καθαρότητα της φυλής από τους ξένους. Στην εποχή του Χριστού η σχέση των Ιουδαίων με το μη ιουδαϊκό περιβάλλον είχε οξυνθεί πολύ και συχνά υπήρχαν εξεγέρσεις με αιματηρά επακόλουθα.
Ο Χριστός προετοίμαζε τους μαθητές του για το οικουμενικό μήνυμα του. Οι Σαμαρείτες, που για τους Ιουδαίους ήσαν αιρετικοί και δεν τους συναναστρέφονταν ( Ιω. 4,9 8,48) αντιμετωπίζονταν από τον Χριστό διαφορετικά. Δεν απέφευγε να περνά από τη Σαμάρεια ( Λουκ. 9,52, Ιω. 4,4 5,7). Στην παραβολή του για τον καλό Σαμαρείτη τον τοποθέτησε ηθικά πάνω από τον Εβραίο ιερέα ( Λουκ. 1 0,33). Στο θαύμα της θεραπείας των δέκα λεπρών σημειώνεται ότι ο μόνος που επέστρεψε να ευχαριστήσει τον Χριστό ήταν Σαμαρείτης ( Λουκ. 17,16). Η συζήτηση με τη Σαμαρείτισσα ( Ιω. 4,40), που είχε ως αποτέλεσμα να πιστέψουν πολλοί σ' Αυτόν ( Ιω. 4,40), υπήρξε μεγάλο μάθημα για τους μαθητές του.
Αλλά και προς τους εθνικούς ειδωλολάτρες συμπεριφέρθηκε ανάλογα. Θυμίζουμε το θαύμα με τη Χαναναία (Ματ. 1 5,28) και με το δούλο του εκατοντάρχου της Καπερναούμ, για την πίστη του οποίου εξέφρασε το θαυμασμό του (Ματ. 8,10).
Στις ομιλίες του καυτηρίαζε την απιστία των Ιουδαίων που κατά την τελική κρίση θα διωχθούν από τον Θεό και τη θέση τους θα την καταλάβουν τα έθνη (Λουκ. 1 3,28 Βλ. Ματ. 21,41 43 και 13,32). Σαφής ήταν επίσης η ιεραποστολική εντολή του για τη διάδοση του Ευαγγελίου του στα έθνη (Μαρ. 1 6,1 5 Ματ. 28,19 Πραξ. 1,8).
Η πρώτη Εκκλησία
Στην Πεντηκοστή το μήνυμα του Αγίου Πνεύματος, μέσω των Αποστόλων, διαδόθηκε σε Ιουδαίους και κυρίως σε «βαρβάρους», σύμφωνα με την ορολογία της τότε εποχής, και επιπλέον διατυπώθηκε στη μητρική γλώσσα κάθε λαού (Πραξ. 2,6 εξ.).
Παρά το μήνυμα όμως της Πεντηκοστής, οι Απόστολοι, δέσμιοι του παρελθόντος, δίσταζαν να κηρύξουν στα έθνη. Κήρυξαν όμως στη Σαμάρεια (Πραξ. 8,25) Για να μεσολαβήσει κάποια αλλαγή έπρεπε ο Απ. Πέτρος να δει ειδικό όραμα (Πραξ. 10, 11) για να αποφασίσει να κηρύξει και να βαπτίσει τον εκατόνταρχο Κορνήλιο (Πραξ. 10,1-48). Ωστόσο στα Ιεροσόλυμα υπήρξαν ορισμένες επιφυλάξεις για την ενέργεια του αυτή (Πραξ. 11,2).
Με το διωγμό της Εκκλησίας, που ακολούθησε το λιθοβολισμό του Στεφάνου, πολλοί πιστοί έφυγαν εκτός της Ιουδαίας και αυθόρμητα κήρυτταν τον Χριστό στους Εβραίους. Μια άλλη ομάδα από Κύπριους και Κυρηναίους κήρυξαν στην Αντιόχεια, όχι μόνο σε Εβραίους, αλλά και σε ειδωλολάτρες (Πραξ. 11,20).
Στο μεταξύ χρονικό διάστημα μεταστράφηκε ο Σαύλος (Πραξ.9,4), ο οποίος τελικά βρέθηκε στην Αντιόχεια. Ανάμεσα στους πέντε προϊσταμένους της Εκκλησίας και δεύτερος στην τάξη μετά τον Βαρνάβα, ήταν ο «Συμεών ο καλούμενος Νίγερ» (Πραξ. 13,1) δηλαδή με το παράνομα ο μαύρος. Αυτός και ο Αιθίοπας που μετέστρεψε ο Απ. Φίλιππος (Πραξ. 8,26) είναι οι πρώτοι γνωστοί μαύροι Χριστιανοί.
Οι εξελίξεις στην Αντιόχεια με τη δημιουργία Εκκλησίας και από πρώην ειδωλολάτρες έγινε αφορμή να συγκληθεί Σύνοδος στα Ιεροσόλυμα. Με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος αποφασίστηκε ότι το κήρυγμα στα έθνη δεν θα απαιτούσε από τους νέους χριστιανούς να περιτέμνονται. Από τη στιγμή εκείνη ο Απ. Παύλος επιδόθηκε, σύμφωνα με το σχέδιο του Χριστού ( Πραξ. 9,1 5) και τη συμφωνία με τους αποστόλους ( Γαλ. 2,9), στο κήρυγμα στα έθνη, κάτι που αποτελούσε γι' αυτόν θέμα βασικής προτεραιότητας ( Ρωμ. 2,9 10 3,9 10,12 Γαλ. 3,28 Κολ. 3,11).
Όπως έγινε με το κήρυγμα των Αποστόλων την Πεντηκοστή, όπου πολλές από τις γλώσσες ήταν «βαρβαρικές», έτσι ο Απ. Παύλος κήρυξε το Ευαγγέλιο, όχι μόνο στους Έλληνες, αλλά και στους «βαρβάρους». Τούτο το αισθανόταν ως υποχρέωση του: « Έλλησί τε και βαρβάροις... οφειλέτης ειμί» (Ρωμ. 1,14). Η εν Χριστώ ισότητα των βαρβάρων προς τους Έλληνες και τους Ρωμαίους ήταν για τον Απόστολο δεδομένη: «... ουκ ένι Έλλην και Ιουδαίος... βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος...» (Κολ 3,11).
Κλείνουμε την παράγραφο με μια συνοπτική αναφορά της Αποκαλύψεως, που περιγράφει το αμέτρητο πλήθος των πιστών: «Μετά ταύτα είδον, και ιδού όχλος πολύς, ον αριθμήσαι αυτόν ουδείς εδύνατο, εκ παντός έθνους και φυλών και λαών και γλωσσών, εστώτες ενώπιον του θρόνου και ενώπιον του αρνίου...» (7,9).
Η μεταγενέστερη πράξη της Εκκλησίας
Ο χριστιανός ομολογητής Ιουστίνος που μαρτύρησε κατά το έτος 165 αναφέρεται συνοπτικά στη διάδοση του Χριστιανισμού ως εξής: «Ουδέ εν γαρ όλως εστί τι γένος ανθρώπων, είτε βαρβάρων είτε Ελλήνων είτε απλώς ωτινιούν ονόματι προσαγορευομένων ή αμαξοβίων ή αοίκων καλουμένων ή εν σκηναίς κτηνοτρόφων οικούντων, εν οις μη δια του ονόματος του σταυρωθέντος Ιησού ευχαί και ευχαριστίαι τω Πατρί και ποιητή των όλων γίνωνται» (ΒΕΠ 3,31 7,4). Η δήλωση αυτή του Ιουστίνου, ότι ο Χριστιανισμός συνέχισε να διαδίδεται στους «βαρβάρους» επιβεβαιώνεται και από άλλους χριστιανούς συγγραφείς. Για τη Δύση έχουμε τη μαρτυρία του επισκόπου της Λυών Ειρηναίου, που κατά το 180 άρχισε ιεραποστολή στους «βαρβάρους» Κέλτες, οι όποιοι ζούσαν στην κοιλάδα του Ροδανού πόταμου. Η επικοινωνία του με τους «βαρβάρους» γινόταν στη γλώσσα τους. Γράφει στον πρόλογο ενός έργου του: « Ουκ εκζητήσεις δε παρ ' ημών των εν Κελτοίς διατριβόντων και περί βάρβαρον διάλεκτον το πλείστον ασχολουμένων λόγων τέχνη...» (ΒΕΠ 5,94,14). Ο ίδιος μας πληροφορεί, ότι ήδη υπήρχαν «εν Γερμανίαις ιδρυμέναι Εκκλησίαι...» (ΒΕΠ 5,116,4).
Για την Αφρική και πάλι ο Ειρηναίος αναφέρει την ύπαρξη Εκκλησίας στη Λιβύη (ΒΕΠ 5,116,6). Επίσης μας ενημερώνει για μια παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Αιθίοπας που εκχριστιάνισε ο Απ. Φίλιππος εργάστηκε στην πατρίδα του ιεραποστολικά (ΒΕΠ 5,148,8). Ο Ιωάννης Χρυσόστομος αργότερα θεωρεί αυτονόητα μέλη της Εκκλησίας τους «Μαύρους» (Ρ G 54, 664Α 58, 725 C 61, 594 D ) και τους έγχρωμους Λύβιες (Ρ G 55, 186Β 56, 33 D ) και ο Ιωάννης Δαμασκηνός κάνει λόγο «περί υπερμαύρων Αιθιόπων» (Ρ G 94, 901 Α).
Στην Ανατολή, από το δεύτερο αιώνα, διαδόθηκε ο Χριστιανισμός στους «βαρβάρους» της Οσροϊνής με πρωτεύουσα την Έδεσσα. Η διήγηση για τη μεταστροφή στο Χριστιανισμό του βασιλέα Αβγάρου έχει ιστορικό πυρήνα. Τον ίδιο αιώνα, σύμφωνα με την αξιόπιστη χρονογραφία του νεστοριανού Μεσιχατσέκα, προχώρησε το Ευαγγέλιο στην Ασυρία και συγκεκριμένα στην περιοχή της Αδιαβινής με πρωτεύουσα την Arbela, ανατολικά του Τίγρη ποταμού. Το έτος 225 στην Ασυρία και τη Μεσοποταμία έχουμε 17 επισκοπές!
Στο βορρά τέλος διαδίδεται ο Χριστιανισμός από το δεύτερο ήδη αιώνα στους Πάρθους και τους Σκύθες.
Παράλληλα ξεκίνησε από την Εκκλησία μια μεγάλη προσπάθεια για τη μετάφραση της Αγ. Γραφής στις κύριες γλώσσες των περιοχών που διαδόθηκε ο Χριστιανισμός. Η πρώτη προσπάθεια γίνεται από τους λατίνους της Αφρικής πριν το 200. Την ίδια περίπου εποχή αρχίζει η μετάφραση στη σαϊδική διάλεκτο των Κοπτών της Αιγύπτου. Λίγα χρόνια αργότερα πριν το 250, έχουμε νέα μετάφραση στα λατινικά, γνωστή ως Ιτάλα και στα τέλη του 4ου αιώνα νεώτερη, γνωστή ως Βουλγάτα. Τον 4ο αιώνα μεταφράζεται η Αγ. Γραφή στα γοτθικά και στα συριακά. Νέα μετάφραση στα παλαιστινιακά συριακά έχουμε τον 5ο αιώνα. Τον ίδιο αιώνα γίνονται μεταφράσεις στα αρμενικά και τα γεωργιανά. Ακολουθεί μια μετάφραση στη βοχαϊρική διάλεκτο των Κοπτών και αργότερα στους Σλαύους.
Εκτός όμως από τις επίσημες αυτές μεταφράσεις της Αγ. Γραφής έγιναν επίσης μεταφράσεις κατηχητικού και λειτουργικού περιεχομένου σε ένα πλήθος τοπικών διαλέκτων. Ο Μ. Βασίλειος γράφει: « Επί τούτοις ει ημάς αποφεύγετε, φεύξεσθε μεν Αιγυπτίους, φεύξεσθε δε Λιβύας αμφότερους, Θηβαίους, Παλαιστίνους, ʼραβες, Φοίνικας, Σύρους και τους προς τω Ευφράτη κατωκισμένους, και πάντας απαξαπλώς παρ ' οις αγρυπνίαι και προσευχαί και αι κοιναί ψαλμωδίαι τετίμηνται» (ΒΕΠ 55, 242,11).
Όλα τα παραπάνω μαρτυρούν ότι η Εκκλησία μας σεβάστηκε έμπρακτα τον άνθρωπο όχι ως αφηρημένη έννοια, αλλά ως πραγματικότητα τόσο στην ατομικότητα του όσο και στην κοινωνιολογική του συγκρότηση. Η στάση αυτή της Εκκλησίας αποτελεί άμεση ερμηνεία και εφαρμογή της ενσαρκώσεως του Λόγου. Όπως ο Υιός έγινε άνθρωπος και θυσιάστηκε γι' αυτόν, έτσι και η Εκκλησία πορεύεται στον άνθρωπο για να τον υπηρετήσει.
Από τη θεωρία των Πατέρων
Από το πλήθος των αναφορών των Πατέρων της Εκκλησίας μας στον άνθρωπο θα σταχυολογήσουμε ορισμένες απόψεις τους που αφορούν κατευθείαν το θέμα μας και θα τις παραθέσουμε, όπου χρειάζεται, σε μετάφραση.
Αρχίζουμε με μια γενική άποψη του Ιωάννου του Χρυσοστόμου για τη σημασία του ανθρώπου. «Δεν περιφρονώ κανένα άνθρωπο. Κι αν ένας είναι, είναι άνθρωπος, το σπουδαίο δημιούργημα του Θεού. Κι αν είναι δούλος, δεν τον καταφρονώ. Δεν εξετάζω το αξίωμα, αλλά την αρχή, δεν ερευνώ ποιος είναι δεσπότης και ποιος δούλος, αλλά την ψυχή. Κι αν είναι ένας, είναι άνθρωπος, για τον οποίο φτιάχτηκε ο ουρανός και φωτίζει ο ήλιος και τρέχει η σελήνη και ο αέρας διαχέεται και οι πηγές αναβλύζουν και η θάλασσα απλώθηκε και οι προφήτες απεστάλησαν και ο νόμος δόθηκε. Αλλά τι χρειάζεται να πούμε τόσα πολλά; Γι' αυτόν ο μονογενής Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος...» (Ρ G 48,1029Β).
Για τη σχέση Έλληνα και βαρβάρου ο Γρηγόριος Θεολόγος γράφει: «... ότι το ελληνικόν και το βάρβαρον σωμάτων ου ψυχών εστί διαφορά και τόπων διάστασις αλλ ' ου τρόπων ουδέ προαιρέσεων» (ΒΕΠ 60,284,5). Για τη σχέση πάλι λευκού ανθρώπου και μαύρου ο Ιωάννης Δαμασκηνός διδάσκει: «Το να είναι κάποιος λευκός ή μαύρος δεν σημαίνει ότι είναι λιγότερο άνθρωπος. Τέτοιες διαφορές και άλλες ανάλογες ανήκουν στην κατηγορία των επουσιωδών. Είναι δηλαδή συμπτώματα που αν τα έχουμε αυτά ή έχουμε τα αντίθετα τους δεν αλλάζουν τα πράγματα» (Ρ G 48,541 Β).
Και κλείνουμε με το Φώτιο, ο οποίος προχωρεί το θέμα της φυλετικότητας πιο πέρα. Οι προηγούμενοι Πατέρες τόνισαν ότι η διαφορά της φυλετικότητας δεν διαφοροποιεί τον άνθρωπο ως άνθρωπο. Χωρίς βέβαια να διαφωνεί στο σημείο αυτό ο Φ ώτιος τόνισε τη σημασία της φυλετικότητας, αναγνωρίζοντας της ιδιαίτερα δικαιώματα. Τέτοια βεβαίως δικαιώματα αναγνώριζε στην πράξη από πάντα η Εκκλησία, όπως π.χ. τη γλώσσα, τους γραφικούς χαρακτήρες, τις λειτουργικές παραδόσεις κ.λπ. Η συμβολή του Φωτίου συνίσταται στο γεγονός ότι τα διατύπωσε. Έτσι εκτός από τα παραπάνω αναγνωρίζει τη διαφοροποίηση στον τύπο του σταυρού, τη διαφορά και «ανομοιότητα... εν ταις μυστικαίς θυσίαις και ταις άλλες ιερουργίαις» και τη διαφοροποίηση στην αγιογράφηση της εικόνας του Χριστού με κριτήριο τα χαρακτηρολογικά στοιχεία των διαφόρων φυλών. Αντιγράφουμε το σχετικό χωρίο: «...Έλληνες μεν αυτοίς όμοιον επί της γης φανήναι τον Χριστόν νομίζουσί · Ρωμαίοι δε μάλλον εαυτοίς εοικότα · Ινδοί δε πάλιν μορφή τη αυτών και Αιθίοπες δήλον ως εαυτοίς» (Ρ G 101,949 D και 948 D )
Ύστερα από τα παραπάνω είναι σαφές ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, ακολουθώντας τον ιδρυτή της, όχι μόνο δεν αρνήθηκε τη φυλετικότητα, αλλά την αναγνώρισε και την προστάτευσε.