Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
του Προφήτου Ηλιού, 2012
Προ ημερών κάποιος προσκυνητής της Μονής μας, επηρεασμένος προφανώς από το σημερινό θλιβερό κύμα εκατοντάδων συνανθρώπων μας, πού εκούσια διακόπτουν το νήμα της ζωής τους, μου έθεσε αυτό το ερώτημα.
Έχω γνωρίσει τους Αφρικανούς και μπορώ να απαντήσω εκ πείρας. Οι Αφρικανοί γενικά, εκτός εξαιρέσεων, είναι πτωχοί και εγκαταλελειμμένοι στην τύχη τους. Δεν έχουν «πού την κεφαλήν κλίνη». Δεν παίρνουν κρατικές επιδοτήσεις. Δεν έχουν δημόσιες θέσεις, εκτός ολίγων. Δεν έχουν φαρμακευτική περίθαλψη από πουθενά. Δεν έχουν χρήματα ν’ αγοράσουν ενίοτε ούτε εναν ορό, για να ανακόψουν τη θανατηφόρα πορεία της ελονοσίας.
Κάθε ημέρα πού ξημερώνει είναι γι’ αυτούς ένας βρόγχος στον λαιμό τους, διότι δεν ξέρουν πού θα εύρουν τροφή να επιζήσουν. Απελπισία όμως δεν είδα. Πώς συμβαίνει αυτό; Αντίκρυσα στην πράξη την απάντηση.
Υπάρχει μέσα στον πολιτισμό τους και στον συναισθηματικό τους κόσμο η αγάπη και η θυσία μεταξύ τους. Κάποιου Ιερέα μας, πέθαναν σε λίγο διάστημα τα δύο αδέλφιά του, πού συνολικά είχαν 15 παιδιά. Μετά τον θάνατό τους ποιός επωμίστηκε το βάρος των 15 ορφανών;
Ο επιζών αδελφός τους, ο π. Θεόφιλος. Δουλεύουν λοιπόν οι επιζώντες ακόμη σκληρότερα, χωρίς γογγυσμούς και παράπονα, για την πολυάριθμη φαμίλια τους.
Δεν βλέπουν τα ορφανά με κάποιο βλέμμα περιφρονητικό, ούτε δυσανασχετούν για τον επιπρόσθετο κόπο και τα πολλαπλά προβλήματά τους.
Όλα ξαφνικά γίνονται παιδιά τους, χωρίς διακρίσεις και ανάρμοστες συμπεριφορές. Τα σπουδάζουν, τα φροντίζουν παντοιοτρόπως και τα θεωρούν πλέον δικά τους παιδιά.
Δεν λέγουν έκτοτε ότι αύτά είναι παιδιά των αποδαμένων αδελφών τους, αλλά δικά τους παιδιά. Τους τα χάρισε ο Θεός. «Αυτός μας τα χάρισε. Αυτός θα μας βοηδήσει να τα θρέψουμε». Έτσι λένε κάθε φορά πού ένας Ευρωπαίος θα ήθελε να τους ρωτήσει.
Πριν ακόμη ξημερώσει, δηλαδή 5:30 το πρωί, οι Αφρικανοί είναι σχεδόν όλοι στο πόδι.
Οι γυναίκες ετοιμάζουν τα παιδιά τους για το σχολείο, χωρίς πρωινό, αφού δεν υπάρχουν τα ευρωπαϊκά ροφήματα και βουτήγματα, ψωμί, μαρμελάδα, μέλι, βούτυρο κ.λπ. Όμως έχουν περιποιημένη και καθαρή τη μαθητική τους περιβολή, με κάλτσες και παπουτσάκια και κομμένα τα μαλλιά τους.
Σε περίπτωση πού θα πάνε χωρίς κάλτσες ή με μεγάλα τα μαλλιά τους, διώκονται από τον δάσκαλο. Περπατούν ενίοτε μέχρι και 10 χιλιόμετρα κάθε πρωί και άλλα τόσα το μεσημέρι. Μέσα στο λιοπύρι του τροπικού κλίματος, με ανάλαφρο βάδισμα και σκελετωμένα κορμιά τρέχουν χαρούμενα, χωρίς το παραμικρό παράπονο προς τους γονείς ή και μεταξύ τους ότι κουράστηκαν. Αύτές οι πορείες γίνονται εδώ και χρόνια. Έγινε καθεστώς στη ζωή τους η πεζοπορία και η ταλαιπωρία. Για τα μαθήματά τους έχουν ζήλο. Συναγωνίζονται μεταξύ τους ποιο θα βγει πρώτο στις εξετάσεις, στο παιχνίδι, στην αγάπη και στη θυσία το ένα για το άλλο.
Αναρωτιέται κανείς: Από που προήλθε αυτή η ανατροφή των παιδιών; Από ειδικούς διδασκάλους και σύγχρονες μεδόδους; Μα οι γονείς, οι περισσότεροι αγράμματοι, τι έχουν να προσφέρουν στα παιδιά τους σ’ αυτή την κατεύθυνση; Τολμώ να υποστηρίξω ότι εδώ λειτουργεί ο έμφυτος φυσικός νόμος στα παιδιά. Αυτά δεν τα μάρανε ακόμη ο καυστικός αγέρας του αθεϊσμού της Ευρώπης. Δεν τα έχουν παραπλανήσει οι παντός είδους υλιστικές θεωρίες.
Δεν έχουν αιχμαλωτίσει τα μυαλά τους τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και τα διεγερτικά προγράμματα του υπολογιστή και του παγκοσμίου διαδικτύου. Οι ψυχές τους είναι ακόμη ειρηνικές και χαρούμενες. Δεν έχουν τα πολλά χρήματα για να ζουν με ευμάρεια, αλλά ούτε πεθαίνουν από τη φτώχειά τους, διότι δεν υπέστησαν ακόμη την παραμόρφωση την οποία έχουν υποστεί τα δικά μας παιδιά. Γι’ αυτό και τα αφρικανάκια είναι χαρούμενα.
Μαζί τους χαίρεσαι και εσύ πού τα βλέπεις. Μάλιστα παίζεις μ’ αυτά, τα αγκαλιάζεις. Αισθάνεσαι ότι η χαρά τους και το χαμόγελο τους σε αγγίζουν. Έχεις ανάγκη από την αγάπη τους, από την αθώα ματιά τους, από τη σεμνότητά τους, από το ειρηνικό τους πρόσωπο και το αγγελικό τους χαμόγελο. Γίνεσαι μαζί τους παιδί. Τους προσφέρεσαι και κερδίζεις για τις δικές σου απαραίτητες αποταμιεύσεις. Σ’ αγαπούν κι αυτά και γίνεσθε ένα. Αισδάνεσθε αδέλφια με μοναδική ρίζα εκ των Πρωτόπλαστων.
Στο Μπουρούντι, κάποιο πρωινό, επρόκειτο να ταξιδέψω στις πέντε για τη Ρουάντα. Εκείνη τη στιγμή όμως, είναι η ώρα πού οι νέοι τρέχουν κατά χιλιάδες, αφήνοντας τα σπίτια τους πού είναι στα προάστια της πόλης και κατευθύνονται σε μπουλούκια προς το κέντρο. Τρέχουν πραγματικά με κουρελιασμένα ρούχα, ξυπόλητοι σχεδόν όλοι, για να έχουν άνεση στο τρέξιμο. Σταμάτησα και τους ρώτησα:
—Τί συμβαίνει βρε παιδιά; Πού πηγαίνετε τρέχοντας;
—Πάμε στην αγορά και στα μαγαζιά της πόλης να δουλέψουμε πάτερ.
—Και τι δουλειά θα βρείτε εκεί;
—Ξεφορτώνουμε τα αυτοκίνητα πού έρχονται από τα χωριά με προϊόντα: πατάτες, ντομάτες, λάχανα, μπανάνες, μουχόκο, μάγκους και άλλα. Ξεφορτώνουμε τα τσιμέντα, τα σίδερα, τα ψάρια πού έρχονται από τη λίμνη Ταγκανίκα.
—Καλά, δεν πίνετε ούτε ένα τσάι από το σπίτι σας;
—Εκεί πού θα δουλέψουμε υπάρχουν γυναίκες πού μας πωλούν τσάι και λίγο ψωμί. Πρώτα θα πάρουμε τα χρήματα και μετά θα αγοράσουμε το τσάι μας.
—Και πιστεύετε ότι θα βρείτε όλοι δουλειά;
—Σε όλους μας δά δώσει ο Καλός Θεός το φαγητό της ημέρας. Αρκεί να δουλεύουμε.
Δεν είδα στα πρόσωπά τους την απελπισία και την στενοχώρια. Κατηγορούνται από πολλούς ότι είναι τεμπέληδες. Αυτό όμως δεν αληθεύει για όλους. Την εργατικότητά τους μπορούν να μας την ομολογήσουν οι ομογενείς μας Έλληνες, οι οποίοι είναι ευχαριστημένοι από την προσφορά εργασίας στις φάρμες και τις επιχειρήσεις τους. Πόσα δεν προσφέρουν καθημερινά στους Ευρωπαίους τα ακούραστα αφρικανικά χέρια;
Μία άλλη φορά ήμουν στη φάρμα της Ιεραποστολής του Κολουέζι, εκεί όπου καλλιεργείται το καλαμπόκι. Δίπλα στη φάρμα υπάρχει ολόκληρο χωριό, πού εργάζεται για τη σπορά, το σκάλισμα, τη συγκομιδή και το αλώνισμα του καλαμποκιού. Ρώτησα ένα πρωϊνό μία ομάδα γυναικών πού έβγαιναν από τις καλύβες τους:
—Πού πάτε τόσο πρωί;
—Πάμε για μπόγκα (τροφή), πάτερ.
—Και πού θα τη βρείτε; Τί μπόγκα θα βρείτε να φάτε;
—Πάμε άλλες στο δάσος και άλλες στον κάμπο και στα ποτάμια. Εκεί μας δίνει ο Καλός Θεός την τροφή μας. Έτσι κάνουμε κάθε πρωϊνό.
Και πράγματι μετά από 2-3 ώρες επιστρέφουν με τα καλαθάκια τους ή τα κουβαδάκια τους. Εκεί μέσα έχουν ψαράκια από το ποτάμι, αρουραίους από το δάσος, πράσινες ακρίδες, μανιτάρια, βλήτα, καλαμπόκια από τον κήπο τους, μπανάνες, μάγκους, κορμούς ζαχαροκάλαμου, τερμίτες και άλλα ντόπια δικά τους προϊόντα.
Το πιο συγκινητικό είναι ότι αύτή η καθημερινή αναζήτηση της τροφής τους, μέσα στο άγνωστο, δεν τους προκαλεί απελπισία. Δεν ξέρουν πολλά από Θεό, όμως Τον πιστεύουν, Τον επικαλούνται και Τον εμπιστεύονται. Γι’ αυτό στη ζωή τους είναι χαρούμενες, ειρηνικές. Ευχαριστούν τον Θεό και Τον δοξολογούν με δικά τους ντόπια θρησκευτικά τραγούδια.
Το φαινόμενο της πίστεως στον Θεό φαίνεται ότι έχει μέσα τους βαθιές ρίζες. Δεν γνωρίζουν να ξεχωρίσουν ποιά είναι η άληθινή και ποιά η ψεύτικη θρησκεία. Τον Ένα Θεό όμως, όλοι σχεδόν τον πιστεύουν, τον αγαπούν και έχουν εμπιστευθεί όλη την ύπαρξή τους στην πρόνοια και τη βοήθειά Του. Είναι επιπλέον χαρούμενοι, όταν γνωρίσουν την Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Μάλιστα οι κατηχητές τους μάχονται για την Αγία Πίστη. Διαβάζουν κατηχητικά και αντιαιρετικά βιβλία και άγωνίζονται να οδηγήσουν στη σωτηρία κι άλλους συνανθρώπους τους.
Γι’ αυτούς είναι άδιανόητο αυτό πού συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα με τις αυτοκτονίες. Οι Αφρικανοί του Κονγκό, καθώς γνωρίζω, δεν θέλουν ούτε ανθρώπινο αίμα να βλέπουν. Στο Κονγκό η εγκληματικότητα είναι λίαν περιορισμένη. Ο Κογκολέζος μπορεί να κοιμάται επάνω σε ένα χορταρένιο στρώμα όπου τα σκουλήκια, σε λίγο καιρό, θα τρυπήσουν το κορμί του. Μπορεί να χάσει ξαφνικά δύο και τρία παιδιά του ή και όλη την οίκογένειά του από μία επιδημία, αλλά ποτέ δεν θα σκεφτεί να βάλει θηλιά στον λαιμό του. Γιατί; Διότι πιστεύει στον Θεό!
Ο σημερινός Έλληνας εξάλλου, πού αυτοκτονεί, δεν φθάνει σ’ αυτή την άθλια απόφαση διότι χρεοκόπησε οικονομικά, αλλά διότι πρώτα χρεοκόπησε πνευματικά. Έχασε την πίστη του ότι ο Θεός είναι Δημιουργός, Προνοητής και Σωτήρας του.
Μήπως λοιπόν, εμείς οι Νεοέλληνες, δά πρέπει να στραφούμε να πάρουμε διδάγματα ζωής και αρετής από τους Κογκολέζους Αφρικανούς, οι οποίοι τόσο πολύ έχουν εξευτελισθεί και ταπεινωθεί από τους ισχυρούς της γής;
Μήπως θα πρέπει να αξιοποιήσουμε τις κρυμμένες σωματικές και ψυχικές μας δυνάμεις και να τις προσφέρουμε στην καλλιέργεια της γης μας και στην ανάπτυξη της κτηνοτροφίας μας; Αν έχει φροντίδα ο Θεός για τους Αφρικανούς, δεν θα έχει και για μας τους Ορδόδοξους Χριστιανούς; Γιατί η νεολαία μας να στέκεται με τον καφέ στο χέρι στα διασκεδαστικά κέντρα των πόλεων και να δουλεύουν στα χωράφια των γονέων τους οι αλλοδαποί;
Είναι καιρός πλέον να ανανήψουμε σαν κράτος, κοινωνία και οικογένεια. Θα μας βοηθήσει κι εμάς ο Θεός. Να γίνουμε κι εμείς χαρούμενοι άνθρωποι και όχι κυνηγοί του αιωνίου θανάτου.
Αμήν.
Πηγή: Τριμηνιαίο Περιοδικό «Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός», Έτος κγ’, αρ. τεύχ. 90, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2012.